αἰφνίδιον

αἰφνίδιον
ἀφνίδιος
masc acc sg
ἀφνίδιος
neut nom/voc/acc sg
αἰφνίδιος
unforeseen
masc/fem acc sg
αἰφνίδιος
unforeseen
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • вънезапьныи — (4*) пр. Внезапный, неожиданный: вънезапьнѹю см҃рть въсхытисѩ (αἰφνίδιον) ПНЧ XIV, 122в; вънезапъноѥ и много лѣющеѥ въ сѩ питье (ἀθρόον!) Пч к. XIV, 85 об.; а дрѹзии полчи сто˫ахѹ недвижими. стерегѹчи. внезапнаго наѣзда ѿ Лѩховъ. ЛИ ок. 1425, 294 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αιφνίδιος — ια, ιο (Α αἰφνίδιος, ιον) απροσδόκητος, ανέλπιστος, ξαφνικός αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τὸ αἰφνίδιον αιφνιδίως, ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴφνης. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • μεταφνίδιον — (Μ) επίρρ. ξαφνικά, απροσδόκητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + επίρρ. αἰφνίδιον] …   Dictionary of Greek

  • πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՊԱՏՐԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 1 0228 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ἁκατασκεύαστος, ἁπαρασκεύαστος, ἁπαράσκευος incompositus, incomparatus, imparatus Որ չէ պատրաստ կամ պատրաստեալ. ուր չկայցէ պատրաստութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”